Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η πολυκλινική

См. также в других словарях:

  • πολυκλινική — η νοσηλευτικό ίδρυμα για πολλές αρρώστιες: Πολυκλινική του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυκλινική — η, Ν ιατρ. νοσηλευτικό ίδρυμα για πολλές παθήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyclinic (< πολυ * + κλινική). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Νεόφ. Βάμβα] …   Dictionary of Greek

  • αστυκλινική — η κλινική της πόλης, πολυκλινική. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + κλινική. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στα Βασιλικά Διατάγματα] …   Dictionary of Greek

  • πολικλινική — η, Ν κλινική τής πόλης, εξωτερικά ιατρεία, συνήθως πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, για περιπατητικούς ασθενείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. policlinic (< πόλη + κλινική). Λόγω τής ομοηχίας ο τ. συνεχύθη με τον τ. πολυκλινική*] …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • Βέρας, Σόλων — (Σμύρνη 1887 – Αθήνα 1974).Γιατρός, καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Λιόν, της Λιλ και του Παρισιού. Εργάστηκε αρχικά ως γιατρός στο παιδιατρικό τμήμα του Γαλλικού Νοσοκομείου και στην… …   Dictionary of Greek

  • Χαροκόπος, Παναγής — Επιχειρηματίας και πολιτευτής. Καταγόταν από την Κεφαλονιά. Από νεαρή ηλικία έφυγε από την πατρίδα του και πήγε στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στη Ρουμανία, όπου ασχολήθηκε με τις γεωργικές επιχειρήσεις. Εκεί, σημείωσε τόση επιτυχία στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»